[ ] Lykao. — Laodicea Comb. (Lādik)
1 [Αὐ]ρ. Τραιανὸς Αὐρ. Ἀν[τ].
[Τ]ραιανοῦ Ἀντωνείνῳ̣
π̣ατρὶ γλυκυτάτῳ ἐκ τ[ῶν]
ἰδίων ἀναλωμάτω[ν]
5 διὰ Ἐσελλίου Λόνγο[υ]
ἐπιτρόπου μου μν[ή]-
[μ]ης χάριν.
Search Help
Contact Us