[ ] Lykao. — Laodicea Comb. (Lādik) — Altınekin-Zıvarık — JHS 31.1911.194,51 — Haas, Phryg.Spr. 121,51
1 Ἀσκλ[ᾶς Κλέω(?)]νι τέ-
κνῳ [γλυκυ]τ̣άτῳ
{τέ̣κν[ῳ} καὶ ἑ]α̣υτῷ
{τω} ζῶ[ντι μν]ήμη[ς]
5 χάριν. [ιος σεμ]ον ρε̣-
κ̣τεον̣ [κακου]ν αδ[α]-
κεατ, <τ>ε[τικμενο]ς αττ[ι]
αδει[του — — —]Α̣ϹΓ̣[․]
— — —
Search Help
Contact Us