[ ] Lykao. — Ikonion (Konya)
1 το͂ν ψυχ[ῶν μνήσθη]-
τι Γεννέ[ου κὲ — —]-
βούρι κὲ [— — —]
τόδε φύλ̣[αξον εἰς]
5 ὅτε, Χριστ̣[έ, εἶδον(?)]
σὸν οἰκη[τήριον].
Search Help
Contact Us