[ ] Lykao. — Laodicea Comb. (Lādik) — Kadınhanı
1 νέος ἡλικείῃ̣(?) {²⁶ἡλικίῃ}²⁶ [ἔ]ρ-
νος κ<λ>υτὸν ἐνθά-
δε κῖτε Ὀρεστῖνος
πρεσβύτερος πάτρη-
5 [ς τῆ]σδε(?) τοκήων
[․․․]Λ̣ΝΤΑΛ[— — —]
Search Help
Contact Us