[ ] Phryg., E. — Orkistos (Alikel)
1 τ̣ίς ἂν προσοίσει χεῖρα τὴν βα-
ρύφθονον, τέκνων ἀώρων περιπέ-
σοιτο συνφοραῖς.
Search Help
Contact Us