[ ] Gal., N. — Sarideǧirem (frm. Erif) — Rom. Imp. period
1 [ἡ]δίστης κούρης τ[άδε]
[λ]είψανα βωμὸς ἀκεύθει |
Κλαυδίλλης προγαμοῖο τέλο]
θανατοῖο λαχούσης. |
Search Help
Contact Us