[ ] Gal., N. — Dümrek — Rom. Imp. period
1 Ξευνα Λειτογν-
αου θυγάτηρ Ο-
ὐεττίου δὲ γυνή,
πάσης ἀρετῆς
5 ἔπαινε, γλυκυτ-
άτη, εὐχαριστία[ς]
ἕνεκεν. Ξευνα [ἥ]-
ρως, χαῖρε.
Search Help
Contact Us