[ ] Pont. — Amaseia (Amasya) — Rom. Imp. period
1 [— — — τ]οῦ σύνζυγος | Μ[ε]ιλάτο[ιο(?)]
νόσος με κατ[έ]κτανε
[κ]αὐτὸν ἀν[εῖ]λ[ε]ν. | Παυλῖ[ν]α
Βικτορίῳ τῷ ἀνδρὶ ἐκ τῶν [ἰδ]ίω[ν] μνήμης χάριν [— — —].
Search Help
Contact Us