[ ] Pont. — Amaseia (Amasya) — 3rd c. AD
[— — — — — — — — — — — — — — — — — — — ὕπατος]
1 τὸ γʹ, ἀνθύπ[α]τ[ος], τὸν ἀγωγὸν ἀπὸ [πλείστων ὅσ]-
ων [ἐτ]ῶν [ἄ]ρ[δην] κατερηρειμμέ[νον ἀνανεώσας]
τῶι [δήμῳ τῆς] λαμπροτ(άτης) μητρ[οπ(όλεως) τὴν ἀφειδεσ]-
τάτη[ν αὑτοῦ μεγα]λοδωρίαν ἐ[πεδείξατο].
Search Help
Contact Us