[ ] Lyd., N.E. — Ioulia Gordos (Gördes) — 130/1 AD
1 [ἔτ]ους σιεʹ, μηνὸ[ς]
Λώου.
2a {²speculum}² {²corona}²
3 ἐτείμησεν
Κλεωνιανὸς
5 Εὐτυχίαν
τὴν σύμβιον.
Search Help
Contact Us