[ ] Lyd., N.E. — Ioulia Gordos (Gördes) — 108/9 AD
1 [ἔτ]ους ρϟγʹ, μη(νὸς) Λώου ιγʹ.
1a {²speculum}² {²corona}² {²pecten}²
2 [ἐτίμ]ησεν Ἀττίνας Νιαν
[τὴν α]ὑτοῦ γυνα[ῖ]κα, Ἀττίνας,
[Ἄμ]μιν τὴν μ[ητ]έρα, Παπας
5 [τὴν α]ὑτοῦ θυγατ[έρ]α, Ἰουλία
[․․․]λα τὴν φίλη[ν, Τ]ρόφιμος,
[Δρ]οῦσος, Ἰουλία τὴν σύν-
[τεκ]νον.
Search Help
Contact Us