[ ] Lyd., N.E. — Satala (Adala)
1 [ἐὰν δέ τις ἐπιχε]ιρήσι, ἀ̣[ποτεί]-
[σι ὁ τολμήσα]ς εἰς τὸν [τοῦ]
[κυρίου φί]σκον (δην.) ͵αφʹ.
      [χ]αίρετε. ❦
Search Help
Contact Us