[ ] Lyd., N.E. — Kollyda (İncesu-Gölde) — 219/20 AD
1 [ἔτ]ους τδʹ, μη(νὸς) Δύστρου
διʹ. Διόδωρος, Μητρο-
δώρα οἱ γονεῖς τὸν ἑαυ-
τῶν ὑὸν ἐτείμησαν,
5 ὁ μήτρως Μητρᾶς,
[Δ]ι̣οδώρα ἡ ἀδελφὴ
[ἐτ]ε̣ίμησαν νέον Κάρπον.
Search Help
Contact Us