[ ] Lyd. — Sardis (Sart) — 2nd-3rd c. AD
[— — — {²ὁ δεῖνα}² — — —]
1 [—c.7—] τὴν καμάρ]ν [ἐν τῷ]
[προσκ]ειμένῳ τόπῳ α[ὑτῷ καὶ]
[ἐκγ]ό̣νοις καὶ θρέμασι[ν ἐπὶ τῷ]
[μὴ π]ωλῆσαιν ἢ ἐξαλλ[οτριῶσαι]
5        ζῶν ἐποίησεν.
Search Help
Contact Us