[ ] Lyd. — Sardis (Sart) — end 1st c. BC
1 [ἐ]π̣ὶ̣ ἱ̣ε̣[ρέως τῆς Ῥώμης]
[Γαΐ]ου Ἰουλίου Δ[—c.5—]-
[․․ο]υ τὸ βʹ, μη(νὸς) Λώου βιʹ, Δ[ιο]-
[μήδης Δι]ομήδο[υς].
Search Help
Contact Us