[ ] Syr., Emesene — Liftāya
A.1 — — — ὁ θ(εὸ)ς(?)
— — —ΗΡΡΙ
B.1 [ἁγία(?)] θεότωκ(ε) βοήθι τοῦ ἡμῶ<ν λ>αο[ῦ(?)].
C.1 [βο]έθ<ι τ>οῦ θεωφιλεστ(άτου) [Ἰω]ννου π[ρ(εσβυτέρου)].
Search Help
Contact Us