[ ] Syr., Emesene — Emesa (Ḥomṣ) — 156 AD
1 ἔτου[ς]
ζξυʹ, [μη(νὸς)]
Παν[ή]-
μο(υ) ζʹ. <Μ>-
5 άρων <ἄ>-
ωρε χε͂[ρε].
Search Help
Contact Us