[ ] Syr., Emesene — Emesa (Ḥomṣ) — 140 AD
1 ἔτους ανυʹ,
μη(νὸς) Α[ὐ]δν-
αίου. [Ἰ]ούλ-
ιον <Μ>αρεῖ-
5 νον ἱπ[π]έα λε-
γ(εῶνος) γʹ <Γ>αλλ[ι]κ(ῆς) Ἰούλιο-
ς Χείλ<ω>ν τὸ-
ν ἀδε[λ]φόν.
Search Help
Contact Us