[ ]
Syr., Emesene — Emesa (Ḥomṣ) — 509 AD — w/ Add. p. 318
1 | [☩ νικᾷ] ἡ πίστις τῶν Χριστιανῶν. ἅγ̣ι̣(ε) Ἰωά̣[ννη, β(οήθι)(?)]. |
[ὁ Κ(ύριο)ς φυλάξῃ τ]ὴν ἴσοδον κ[αὶ ἔξοδόν] | |
[σ]ου. | |
[ἔτ(ους)(?)] <ω>κʹ(?), Δε[σίου ․․ʹ](?), ἰνδ(ικτιῶνος) [—ʹ]. |