[ ] Syr., Apamene — Rabdé
1 ☩ ἐμ[οὶ μὴ γένοιτο καυχᾶσθαι], ε̣ἰ μὴ ἐν
τῷ [σταυρῷ τοῦ Κ(υρίο)υ ἡμῶν Ἰ(ησο)ῦ] <Χ(ριστο)ῦ>. Δύστ̣[ρου(?) — — —].
Search Help
Contact Us