[ ] Syr., Antioch. — Antiochia
1 εὐψύχει, Καρπονείκη ἡ φείλ[ανδρος],
          εὔτεκνος
       σέμ{μ}νη {²⁶σέμνη}²⁶. εὐψύ[χι]·
οὐδὶς ἀθάνα[τος].
Search Help
Contact Us