[ ] Syr., Kyrrhestike — Kyrrhos — bef. ca. 219 AD?
1 Μ. Λικίνιον
[Πρ]όκλον (ἑκατόνταρχον) λεγ(εῶνος)
[γʹ] Γαλλ(ικῆς), Ἰουλία
Γαΐου θυγάτηρ
5 Σεουῆρα τὸ[ν]
ἴδιον ἄνδρα.
Search Help
Contact Us