[ ] Nub. — Pachoras--Phthouris (Faras)
— — —
1 ἄν(θρωπ)ος ὡς ζ(ήσε)ται [— — —]
σὺ γὰρ μόν[ο]ς πάσ[ης ἁμαρτίας]
ἐκτὸς ὑπά[ρχει]ς ․․[— — —]
ἡ δικ(αι)οσ[ύ]νη. σὺ γὰρ [εἶ ἀνάπαυ]-
5 σεις (καὶ) ἀνάστ[α]σεις [(καὶ) τὴν δόξαν]
ἀναμέμπ[ω]μεν [τῷ π(ατ)ρὶ (καὶ) τῷ υἱῷ]
(καὶ) τῷ ἁγίῳ πν(εύματ)ι ν[ῦν (καὶ) ἀεὶ — — —].
Θωθ κδ̣ʹ ἀνάπ[αυσον. ἀμὴν. ἔτη]
τῆς ζωῆς αὐτ[οῦ — — —].
Search Help
Contact Us