[ ] Elis — Olympia — late 1st c. BC
1 Λάδοκο[ς τῶι] Δι̣ὶ̣ τῶι ∶ Ὀλυμπί̣[ῳ].
[π]ολλόν[ιος Λαδόκο]υ ἐποίει.
Search Help
Contact Us