[ ] Thessalia — Prov. unkn. [Volos] — 3rd c. AD
1 στρ(ατηγοῦντος) Ν̣ι̣[κ]οδρό-
μου· μη(νὸς)
Ἀγαγυλίου εʹ
Διονυσία
5 ὑπὸ Ἀνδρο-
νείκου τοῦ
Ὀλυμπιο-
δώρου ἔδω-
κε τοὺς <σ>τα-
10 τῆρες Σευή-
ρῳ τῷ ταμίᾳ
κβʹ (ἥμισυ) ❦
ξενικῇ.
Search Help
Contact Us