[ ] Rhodos Isl. — Kamiros — undated
a.1 [δαμιουργὸς]
[ὁ δεῖνα ἐφ’ οὗ]
[Διπανάμια]γένετ̣[ο].
b.1     δαμιουργὸς
Μιννίων Δωροθέου
ἰερεοὺς τῆς Τριπόλεως
ἐφ’ οὗ  Ἅλεια καὶ Διπανάμια.
Search Help
Contact Us