[ ] Rhodos Isl. — Rhodos — ca. 100 BC
[(mensis)]·
μύησ[ις] {²⁷μυήσ[ιες]}²⁷
     vacat
2 [Θ]ευδαισίο[υ]·
 πρόστασ<ις>
[ἐ]πὶ καθαρμοῦ
5        μεγάρου.
     vacat
6 [Ἀρ]ταμιτίου·
[π]ρόστασις
[ἐ]πὶ καθαρμο[ῦ]
      μεγάρ[ου].
Search Help
Contact Us