[ἔνθα κεκήδευ]-
[μαι καλὸν] ὄνο[μ]-
[α] ἔ̣χ̣ουσα Ἀμά[τα]
τε ἔτη.
μετὰ τὸ κήδε[υμα —?—]
Γναί(ου) Οὐαλεριαν[οῦ — — —]