[ἀπ]οθηκά[ριον]
ΑΝΟΥΚΙ
θηκάριον
ΟΒΟΛΟΝ
Τείμων [— τὸ]
ὀστοθηκά̣[ριον ἠγόρασε]
Τίμωνι τῷ [ἑαυτοῦ τέ]-
θηκ☩άριν θηκάριον
διαφέρον Ἀ-